-
1 гостья
гостья ж η ξένη, η φιλοξενούμενη, η καλεσμένη, η μουσαφίρισσα η επισκέπτρια (посетительница)* * *жη ξένη, η φιλοξενούμενη, η καλεσμένη, η μουσαφίρισσα; η επισκέπτρια ( посетительница) -
2 иностранный
иностранный ξένος; εξωτερι κός; \иностранный язык η ξένη γλώσσα* * *ξένος; εξωτερικόςиностра́нный язы́к — η ξένη γλώσσα
-
3 совершенство
совершенство с η τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότητα; в \совершенствое στην εντέλεια· в \совершенствое владеть иностранным языком κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα* * *сη τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότηταв соверше́нстве — στην εντέλεια
в соверше́нстве владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα
-
4 язык
язык м в разн. знач. η γλώσσα· разговорный \язык η καθομιλουμένη γλώσσα; литературный \язык η λογοτεχνική γλώσσα; владеть иностранным \языком κατέχω (или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα; найти общий \язык с кем-л. βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον ◇ язык до Киева доведёт ρωτώντας πας στην Πόλη* * *м в разн. знач.η γλώσσαразгово́рный язы́к — η καθομιλουμένη γλώσσα
литерату́рный язы́к — η λογοτεχνική γλώσσα
владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω ( или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα
найти́ о́бщий язы́к с кем-л. — βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον
••язы́к до Ки́ева доведёт — ρωτώντας πας στην Πόλη
-
5 чуждый
επ., βρ: чужд, чужда-о παλ. ξένος•-ая помога ξένη βοήθεια•
-ые страны οι ξένες χώρες.
|| μτφ. όχι δικός•-ые элементы ξένα στοιχεία•
-ая идеология ξένη ιδεολογία.
-
6 банк
1. эк. η τράπεζ/α 2. мед. η τράπεζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банк
-
7 компания
η εταιρείαанонимная - ανώνυμη - (Α.Ε.)иностранная - αλλοδαπή -, ξένη -смешанная - см. совместная -- с неограниченной ответственностью - απεριόριστης ευθύνης, ομόρρυθμη -факторная - см. факторинговая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компания
-
8 примесь
1. (вводимая намеренно) η πρόσμ(ε)ιξη 2. (нежелательная) η ξένη ουσία, η πρόσμ(ε)ιξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > примесь
-
9 разговорник
το εγχειρίδιο συνομιλίας σε ξένη γλώσσαοι διάλογοι (κάποιας) ξένης γλώσσαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разговорник
-
10 фирма
η εταιρεί/αη επιχείρηση· Генеральный директор - ы γενικός διευθυντής της - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фирма
-
11 чек
1. (банковский) η επιταγ/ή---2. (квитанция) η απόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чек
-
12 юрисдикция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юрисдикция
-
13 язык
η γλώσσ/αдревнегреческий - αρχαία ελληνική -, τα αρχαία (ελληνικά)дневне-русский - αρχαία ρωσική -, τα αρχαία ρώσικαразговорный - καθομιλουμένη -, ομιλούμενη -Эзопов - литер. η (αλληγορική) - του ΑισώπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язык
-
14 иностранец
-
15 иностранка
ж; м - индонезиецη ξένη -
16 акцент
акцентм ἡ προφορά:говорить с \акцентом μιλώ μέ ξένη προφορά; ◊ де́лать \акцент на чем-л. τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω. -
17 вскармливание
вскармливаниес τό τάγισμα, ἡ σίτιση, ἡ (δια)τροφή, τό θρέψιμο:искусственное \вскармливание τό τάγισμα τοῦ παιδιού μέ ξένη τροφή. -
18 вторгаться
вторгатьсянесов-, вторгнуться сов εἰσβάλλω, κάνω ἐπιδρομή, ἐπεμβαίνω:\вторгаться в чужие владения καταπατώ ξένη ἰδιοκτησία· \вторгаться в чужую жизнь ἐπεμβαίνω στή ζωή ἐνός ἄλλου. -
19 выдавать
выдаватьнесов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:\выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·5. (за что-л. или за кого-л.):\выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω. -
20 завладевать
завладеватьнесов, завладеть сов κυριεύω, καταλαμβάνω:\завладевать чужим имуществом ἰδιοποιοῦμαι ξένη περιουσία· \завладевать чьи́м-л. вниманием προσελκύω τήν προσοχή κάποιου.
См. также в других словарях:
ξένη — foreign woman fem nom/voc sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένῃ — ξένη foreign woman fem dat sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… … Dictionary of Greek
ξένηι — ξένῃ , ξένη foreign woman fem dat sg (attic epic ionic) ξένῃ , ξένος 2 guest friend fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέναι — ξένη foreign woman fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένη foreign woman fem dat sg (doric aeolic) ξένος 2 guest friend fem nom/voc pl ξένᾱͅ , ξένος 2 guest friend fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενῶν — ξένη foreign woman fem gen pl ξενόω make one s friend and guest pres part act masc voc sg (doric aeolic) ξενόω make one s friend and guest pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ξενόω make one s friend and guest pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέναις — ξένη foreign woman fem dat pl ξένος 2 guest friend fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέναισι — ξένη foreign woman fem dat pl (epic ionic aeolic) ξένος 2 guest friend fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένην — ξένη foreign woman fem acc sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένης — ξένη foreign woman fem gen sg (attic epic ionic) ξένος 2 guest friend fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένῃσι — ξένη foreign woman fem dat pl (epic ionic) ξένος 2 guest friend fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)